διαρρέον

διαρρέον
διαρρέω
flow through
pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic)
διαρρέω
flow through
pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic)
διαρρέω
flow through
pres part act masc voc sg
διαρρέω
flow through
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στυπιοθλίπτης — ο, Ν 1. (μηχανολ.) στοιχείο προσαρμοσμένο σε στέλεχος ή άξονα που κινείται στο εσωτερικό μηχανής ή κυκλώματος νερού ή ατμού και χρησιμεύει για την εξασφάλιση στεγανότητας 2. φρ. «στυπιοθλίπτης λαβυρίνθου» σειρά διαφραγμάτων προσαρμοσμένων στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”